- τερατοσκόπος
- τερατοσκόποςobserver ofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερατοσκόπος — ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α (στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek
τερατοσκόπε — τερατοσκόπος observer of masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοσκόποι — τερατοσκόπος observer of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοσκόποις — τερατοσκόπος observer of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοσκόπον — τερατοσκόπος observer of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοσκόπου — τερατοσκόπος observer of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοσκόπους — τερατοσκόπος observer of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοσκόπων — τερατοσκόπος observer of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοσκόπῳ — τερατοσκόπος observer of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale